- περικάθαρμα
- -ατος + τό N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 21,18expiation, ransom; neol.Cf. LE DEAUT 1981, 184-185; SPICQ 1978a, 681-682; WALTERS 1973, 330; →MM
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
περικάθαρμα — expiation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικάθαρμα — τὸ, Α [περικαθαίρω] 1. καθαρμός, εξάγνιση 2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ) … Dictionary of Greek
περικαθαρμάτων — περικάθαρμα expiation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθάρματα — περικάθαρμα expiation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՋՆՋԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0674 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա.գ. περικάθαρμα purgamentum. Ձորձ կամ կապերտ անպէտ՝ որ վարի ʼի պէտս ջնջելոյ զազաս. ջնջարան. ջնջոց. առիթ եւ պատճառ ջնջման. ջնջիչ. մաքրիչ. սրբիչ. *Ջնջան լինի արդարոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)